πυελίτιδα

πυελίτιδα
[-ιτις (-ίδος)] η мед. пиелит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πυελίτιδα" в других словарях:

  • πυελίτιδα — η, Ν φλεγμονή τής νεφρικής πυέλου συνήθως με τη μορφή πυελονεφρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyelitis (< πύελος + επίθημα ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. πυελῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Αχ. Γεωργαντά] …   Dictionary of Greek

  • πυελίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή της πυέλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυελοπεριτονίτιδα — η φλεγμονή του περιτόναιου έπειτα από πυελίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»